Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
Ἀδρίας, -ου, ὁ. or see, ὁ κόλπος ὁ Ἰόνιος.
of the Adriatic, adj.: Ἀδριατικός.