guess
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. εἰκάζειν, συμβάλλειν, στοχάζεσθαι (gen. or absol.), τεκμαίρεσθαι, δοξάζειν, τοπάζειν, V. ἐπεικάζειν.
estimate: P. and V. σταθμᾶσθαι.
suspect: P. and V. ὑπονοεῖν, ὑποπτεύειν.
easy to guess, adj. . V. εὐσύμβολος, εὐσύμβλητος.
hard to guess: V. δυστόπαστος.