redden
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
verb intransitive
become red: V. φοινίσσεσθαι, φοινίσσειν (Soph., Fragment).
blush: Ar. and P. ἐρυθριᾶν, P. ἀνερυθριᾶν, Ar. ὑπερυθριᾶν; see blush.
Dutch > Greek
διακλέπτω, διασῴζω, ζῳογονέω, κομίζω, περιποιέω, περισῴζω, σῴζω, σωτήριος, σώω