tinsel
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Met., ornament: P. and V. κόσμος, ὁ,
show: P. and V. σχῆμα, τό, πρόσχημα, τό.
showy: use P. and V. εὐπρεπής.