parvenu
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
Use adj., Ar. νεόπλουτος. cf., οἳ δ' οὔποτ' ἐλπίσαντες ἤμησαν καλῶς (Aesch., Agamemnon 1044), λαβὼν πένης ὣς ἀρτίπλουτα χρήματα (Eur., Supp. 742).
Use adj., Ar. νεόπλουτος. cf., οἳ δ' οὔποτ' ἐλπίσαντες ἤμησαν καλῶς (Aesch., Agamemnon 1044), λαβὼν πένης ὣς ἀρτίπλουτα χρήματα (Eur., Supp. 742).