Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
P. and V. λυπηρός, βαρύς, ἐπαχθής, δυσχερής, ὀχληρός, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), ἀχθεινός; see troublesome.