Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
closed, adj. P. and V. κλειστός, κλῃστός, κληϊστός, ἔμφιμος, ἀσφάλιστος, ἀπαράνοικτος (Eur., Fragment).