τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
Ar. and P. καταλείπω, καταλείπειν, P. διατίθεσθαι, V. λείπω, λείπειν (Eur., Alcibiades 688).