ἅδην
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
Ep. and Ion. ἄδην, Adv.
A to one's fill, ἔδμεναι ἄ. Il.5.203,al.; ἐμπιμπλάμενοι σίτων ἅ. Pl.Plt.272c; πιοῦσ' ἄ. χορεύω Anacreont.14.30. 2 c. gen., οἵ μιν ἄ. ἐλόωσι . . πολέμοιο will drive him to satiety of war, Il.13.315; Τρῶας ἄ. ἐλάσαι πολέμοιο 19.423; ἔτι μίν φημι ἄ. ἐλάαν κακότητος Od.5.290; ἅ. ἔλειξεν αἵματος licked his fill of blood, A.Ag.828; καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Euthphr.11e, cf. R.341c, etc.; ἅ. ἔχειν τινός to have enough of a thing, be weary of it, Id.Chrm.153d, cf. E.Ion975; τοῦ φαγεῖν Arist.Pr.950a15; ἅ. ἔχουσιν οἱ λόγοι Pl.R. 541b: c. part., ἄ. εἶχον κτείνοντες Hdt.9.39. 3 unceasingly, A.R.2.82, cf.4.1216. 4 = ἅλις, ἄ. ἐγένοντο μύκητες Call.Fr.47. [ᾰ, except in the phrase ἔδμεναι ἄδην; v. sub ἁδέω.] (From s[schwa]-δην, cf. Lat. s[acaron]-tis.)