sharer
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
English > Greek (Woodhouse)
substantive
fellow-worker: P. and V. συνεργός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, V. συνεργάτης, ὁ, fem., συνεργάτις, ἡ, P. συναγωνιστής, ὁ; see partner.