sharer
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English > Greek (Woodhouse)
substantive
fellow-worker: P. and V. συνεργός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, V. συνεργάτης, ὁ, fem., συνεργάτις, ἡ, P. συναγωνιστής, ὁ; see partner.