ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Full diacritics: διακαλλωπίζω | Medium diacritics: διακαλλωπίζω | Low diacritics: διακαλλωπίζω | Capitals: ΔΙΑΚΑΛΛΩΠΙΖΩ |
Transliteration A: diakallōpízō | Transliteration B: diakallōpizō | Transliteration C: diakallopizo | Beta Code: diakallwpi/zw |
A adorn, Hsch. s.v. πρῷρα (Pass.).
διακαλλωπίζω: καθ’ ὑπερβολὴν καλλωπίζω, Ἡσύχ.
adornar en v. pas. στολὴ διακεκαλλωπισμένη τὰς ὄψεις Hsch.s.u. πρῷρα.