διάκλεισις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A closing, εἰσόδων τῶν πρός τινα J.AJ18.6.4.
Greek (Liddell-Scott)
διάκλεισις: -εως, ἡ, ὁ ἀποκλεισμός, ἀπόκλεισις, Ἰώσηπ. Ι. Ἀρχ. 18. 6, 4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ acción de cerrar, de bloquear I.AI 18.164.