διεκμηρύομαι
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
A unwind, Ph.Bel.57.44.
German (Pape)
[Seite 618] herausziehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεκμηρύομαι: ἐκτυλίσσω, ἐξέλκω, Φίλων Βελοπ. σ. 57.
Spanish (DGE)
desenrollar en v. pas. ὅλον (κῶλον) διὰ τῶν χοινικίδων διεκμηρύεσθαι Ph.Bel.57.44, cf. 58.44.