δυσκοινώνητος

Revision as of 15:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A unsocial, Pl.R.486b; ἀρχή Plu.Demetr. 3.

German (Pape)

[Seite 682] zum Umgang untauglich; καὶ ἀγρία ψυχή Plat. Rep. VI, 486 b, u. Sp., wie Plut. Demetr. 3.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκοινώνητος: -ον, οὐχὶ κοινωνικός, Πλάτ. Πολ. 486Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insociable.
Étymologie: δυσ-, κοινωνέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 insociable ψυχή Pl.R.486b
asocial οὐδεμία γὰρ μοχθηρία μᾶλλον δ. ἀπιστίας Them.Or.21.258b.
2 difícil de compartirἀρχή Plu.Demetr.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσκοινώνητος, -ον)
δύσκολος στις κοινωνικές του σχέσεις.

Greek Monotonic

δυσκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), ακοινώνητος, αντικοινωνικός, απολίτιστος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσκοινώνητος: не склонный к общению, необщительный Plat., Plut.

Middle Liddell

δυσ-κοινώνητος, ον κοινωνέω
unsocial, Plat.