θυσμικός

From LSJ
Revision as of 15:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυσμικός Medium diacritics: θυσμικός Low diacritics: θυσμικός Capitals: ΘΥΣΜΙΚΟΣ
Transliteration A: thysmikós Transliteration B: thysmikos Transliteration C: thysmikos Beta Code: qusmiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sacrificial, ἔτος IG12(5).141 (Paros), 903 (Tenos).

Greek (Liddell-Scott)

θυσμικός: -ή, -όν, εἰς θυσίαν ἀνήκων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2339 (προσθῆκαι).

Greek Monolingual

θυσμικός, -ή, -όν (Α)
επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσμικόν ἔτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θυσμός].