Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Full diacritics: κέδρωστις | Medium diacritics: κέδρωστις | Low diacritics: κέδρωστις | Capitals: ΚΕΔΡΩΣΤΙΣ |
Transliteration A: kédrōstis | Transliteration B: kedrōstis | Transliteration C: kedrostis | Beta Code: ke/drwstis |
εως, ἡ,
A bryony, Dsc.4.182.
[Seite 1411] εως, ἡ, = λευκάμπελος, Diosc.
κέδρωστις: -εως, ἡ, λευκάμπελος, Διοσκ. 4. 184.
κέδρωστις, ἡ (Α)
η λευκάμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος, κατά το άγρωστις].