κομβοθηλεία

From LSJ
Revision as of 16:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομβοθηλεία Medium diacritics: κομβοθηλεία Low diacritics: κομβοθηλεία Capitals: ΚΟΜΒΟΘΗΛΕΙΑ
Transliteration A: kombothēleía Transliteration B: kombothēleia Transliteration C: komvothileia Beta Code: komboqhlei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A buckle, Sch.E.Hec.1170; cf. κομποθήλυκα.

Greek Monolingual

κομβοθηλεία, ἡ (Α)
πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τον τ. κόμβος και ως β' συνθετικό το επίθ. θῆλυς.