λακτισμός
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: λακτισμός | Medium diacritics: λακτισμός | Low diacritics: λακτισμός | Capitals: ΛΑΚΤΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: laktismós | Transliteration B: laktismos | Transliteration C: laktismos | Beta Code: laktismo/s |
ὁ,
A kicking, in pl., Hsch. s.v. σκαρθμοῖς.
[Seite 9] ὁ, das mit dem Fuße Ausschlagen, Hesych.
λακτισμός: ὁ, λάκτισμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σκαρθμοῖς.
λακτισμός, ὁ (Α) λακτίζω
λάκτισμα.