νικήεις
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
English (LSJ)
Dor. νικ-άεις [ᾱ], εσσα, εν,
A conquering, AP 7.428.5 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, εσσα, εν, ὁ νικῶν, Ἀνθ. Π. 7. 428.
Greek Monolingual
νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -ήεις / -ᾱεις (πρβλ. φθογγ-ήεις)].
Greek Monotonic
νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, νικητής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νῑκήεις: дор. νῑκάεις, άεσσα, ᾶεν (κᾱ) побеждающий, победоносный Anth.
Middle Liddell
νῑκήεις, δοριξ νικάεις, εσσα, εν [from νί¯κη]
victorious, Anth.