νουθετητής

From LSJ
Revision as of 17:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετητής Medium diacritics: νουθετητής Low diacritics: νουθετητής Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΤΗΣ
Transliteration A: nouthetētḗs Transliteration B: nouthetētēs Transliteration C: nouthetitis Beta Code: nouqethth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A monitor, Ph.2.519 : as Adj., ν. λόγος Id.1.171.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετητής: -οῦ, ὁ νουθετῶν, ὁ συμβουλεύων, Φίλων 2. 519.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νουθετητής) νουθετώ
αυτός που νουθετεί, που συμβουλεύει
αρχ.
ως επίθ. παραινετικός.