παραλληλία
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἡ,
A being side by side, repetition of a letter, Eust. 149.8 ; of words of identical meaning, pleonasm, ταὐτὸν κατὰ παραλληλίαν δηλοῦν Id.961.32.
German (Pape)
[Seite 488] das Nebeneinanderstehen, bes. gleicher Wörter, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
παραλληλία: ἡ, τὸ παραλλήλως κεῖσθαι, ἐπὶ ἀλλεπαλλήλων ὁμοίων γραμμάτων ἐν τῇ αὐτῇ λέξει, ὡς π. χ. εἰ ἐλέγομεν δέδοιδα θὰ εἴχομεν παραλληλίαν τῶν δ, Εὐστ. 149. 8, ἐπὶ ταὐτοσήμων λέξεων, «ἡ Πυθία χρήσασα τό, ‘καὶ κωφοῦ ξυνίημι καὶ οὐ λαλέοντος ἀκούω’, παραλληλίσασα διεσάφησε» ὁ αὐτ. 1539, 58.
Greek Monolingual
ή, ΝΜ παράλληλος
η ιδιότητα τών παράλληλων πραγμάτων, το να είναι δύο πράγματα παράλληλα μεταξύ τους
νεοελλ.
φρ. α) «παραλληλία μαθημάτων» — η συγγένεια τών διδασκόμενων μαθημάτων ως προς το περιεχόμενο
β) «αξίωμα παραλληλίας»
μαθημ. αξίωμα της ευκλείδειας γεωμετρίας που αναφέρει ότι, αν δοθεί μια ευθεία, ε, και ένα σημείο Α έξω από αυτήν, τότε μία μόνον παράλληλος της ε διέρχεται από το Α
μσν.
(για ταυτόσημες λέξεις) πλεονασμός.