περίχυμα

From LSJ
Revision as of 18:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίχῠμα Medium diacritics: περίχυμα Low diacritics: περίχυμα Capitals: ΠΕΡΙΧΥΜΑ
Transliteration A: períchyma Transliteration B: perichyma Transliteration C: perichyma Beta Code: peri/xuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is poured round or over, wash, Dsc.1.87 ; of whey, Gal.17 (1).983.    II that which is diffused around the earth, atmosphere, τὸ ἱερὸν π. Herm. ap. Stob.1.49.44.    III ablution, Marin.Procl. 26.

German (Pape)

[Seite 601] τό, das Herumgegossene, Sp., z. B. Schol. Il. 23, 561.

Greek (Liddell-Scott)

περίχῠμα: τό, τὸ περικεχυμένον ἢ περιχεόμενον, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 195. ΙΙ. ἀπόλουσις, Μαρῖνος ἐν βίῳ Πρόκλου σελ. 21.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ περιχέω
το υγρό που χύνεται πάνω σε κάτι
αρχ.
1. η ατμόσφαιρα, που είναι διάχυτη γύρω από την Γη
2. το απολουσίδι.