αὔτοπτος
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
English (LSJ)
ον,
A self-revealed, Jul.Or.7.221b, Suid.; ἐπ' αὐτόπτῳ, gloss on ἐπ' αὐτοφώρῳ, Hsch. II = αὐτοπτικός 11, PMag.Lond. 121.319,727, PMag.Par.1.162.