πιστευτός
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
ή, όν,
A trustworthy, lamb.Comm.Math.8.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πιστευτός, -ή, -όν, ΝΑ πιστεύω
αυτός που μπορεί ή αξίζει να πιστευθεί, αξιόπιστος, φερέγγυος.