πολυτοκία

From LSJ
Revision as of 18:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτοκία Medium diacritics: πολυτοκία Low diacritics: πολυτοκία Capitals: ΠΟΛΥΤΟΚΙΑ
Transliteration A: polytokía Transliteration B: polytokia Transliteration C: polytokia Beta Code: polutoki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fecundity, Arist.GA750a28,771a16.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, das Vielgebären, Arist. gen. an. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτοκία: τὸ πολλὰ τίκτειν, γονιμότης, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16., 4. 4, 13.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πολύτοκος
η ιδιότητα του πολυτόκου, το να γεννάει κανείς πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. ευφορία, γονιμότητα.

Russian (Dvoretsky)

πολυτοκία: ἡ плодовитость (τῶν ἀλεκτορίδων Arst.).