προσκυνητήρ
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A faldstool, Mon.Ant.23.263 (Adalia).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
τόπος προσκύνησης, προσκυνητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκυνῶ + κατάλ. -τήρ (πρβλ. τιμη-τήρ)].