προσκυνητήριο
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
Greek Monolingual
το / προσκυνητήριον, ΝΜΑ
τόπος προσκύνησης και, ιδίως, τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκυνῶ + κατάλ. -τήριο(ν), πρβλ. μελετητήριον].