σελαχώδης

From LSJ
Revision as of 19:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελαχώδης Medium diacritics: σελαχώδης Low diacritics: σελαχώδης Capitals: ΣΕΛΑΧΩΔΗΣ
Transliteration A: selachṓdēs Transliteration B: selachōdēs Transliteration C: selachodis Beta Code: selaxw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A of or like the tribe of σελάχη, ἰχθύες Arist.HA 540b15, PA669b36, 696b26, al.

German (Pape)

[Seite 870] ες, = σελαχοειδής; Arist. H. A. 2, 13; Ath. VII c. 30.

Greek (Liddell-Scott)

σελᾰχώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν σελαχοειδῶν ἢ ὅμοιος πρὸς τὰ σελάχη· ἰχθύες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 5, π. Ζ. Μορ. 3. 7, 5., 4. 13, 20, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σέλαχος (ΙΙ)]
1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών σελαχών
2. όμοιος με σέλαχος.

Russian (Dvoretsky)

σελᾰχώδης: близкий к хрящевым (ἰχθύες Arst.).