Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: τωθαστής | Medium diacritics: τωθαστής | Low diacritics: τωθαστής | Capitals: ΤΩΘΑΣΤΗΣ |
Transliteration A: tōthastḗs | Transliteration B: tōthastēs | Transliteration C: tothastis | Beta Code: twqasth/s |
οῦ, ὁ,
A scoffer, Poll.6.29.123, 9.149, Hsch. s.v. κόβαλος.
τωθαστής: -οῦ, ὁ, ὁ τωθάζων, περιπαίζων, χλευαστής, Πολυδ. ϛʹ, 29. 123, Θ΄, 149, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κόβαλος καὶ κομψόν.
ὁ, Α τωθάζω
αυτός που περιπαίζει, που χλευάζει.