φερβήτης
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ου, ὁ,
A herdsman, Hsch. (-τας cod.).
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) βοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί παρ. του ρ. φέρβω «βόσκω, τρέφω» και απαντά μόνον στον Ησύχ. στον τ. της αιτ. φέρβητας
νομεῖς, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να καθοριστεί με βεβαιότητα η μορφή της ονομ. (φερβήτης, -ου ή φέρβης, -ητος)].