Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
Full diacritics: φαρμᾰκοδοσία | Medium diacritics: φαρμακοδοσία | Low diacritics: φαρμακοδοσία | Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΔΟΣΙΑ |
Transliteration A: pharmakodosía | Transliteration B: pharmakodosia | Transliteration C: farmakodosia | Beta Code: farmakodosi/a |
ἡ,
A poisoning, Mich. in EN17.23.
ἡ, ΜΑ
δηλητηρίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -δοσία (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. πλειο-δοσία].