φλυδάω

Revision as of 21:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A have an excess of moisture, become soft or flabby, Hp. Morb.Sacr.13 (cf Erot., Gal.19.152), Ep.19 (Hermes53.70); cf. φλοιδέω, φλοιδιάω.

German (Pape)

[Seite 1293] überflüssige Nässe, Feuchtigkeit haben, von zu vieler Nässe zerfließen, davon weichlich sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φλῠδάω: (ἴδε φλέω) ὑγραίνομαι, μυδῶ, σήπομαι, σαχλιάζω, γίνομαι πλαδαρός, Ἱππ. 308. 31 (κατὰ τὸν Γαλην.· κοινῶς φέρεται πλοιδᾶν)· ― φλοιδεῖν ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρ’ Ἰω. Δαμασκ. 889Ε· καὶ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., φλ. τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκκόπτειν, Γεώργ. Παχυμ. 155Β. Παθ. φλοιδούμενος, Λυκόφρ. 35· ― «φλοιδιᾶν· πεπρῆσθαι» μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. Πρβλ. φλιδάω.

Frisk Etymology German

φλυδάω: {phludáō}
See also: s. φλιδάω.
Page 2,1030