ἀηδισμός
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ὁ,
A disgust, opp. ἡδονή, S.E.P.1.87.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδισμός: ὁ, ἀηδία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν λέξιν ἡδονή, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 87.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ desagradoop. ἡδονή S.E.P.1.87.
Russian (Dvoretsky)
ἀηδισμός: ὁ неудовольствие, отвращение (ἡδονὴ καὶ ἀ. Sext.).