ἀκαταπράϋντος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον,
A unappeasable, Sch. S.Tr.999, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταπράϋντος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπρΰνῃ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 999.
Spanish (DGE)
-ον
incontenible, que no se puede aplacarde un sentimiento glos. a ἀκήλητος Sch.S.Tr.999P.
•implacable, Gloss.2.222.