ἀναγκαιότης
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A blood-relationship, Lys.32.5 (pl.), Plb.18.51.10, D.H.2.10. II later, necessity, S.E.P.2.205.
German (Pape)
[Seite 183] ητος, ἡ, Blutsverwandtschaft, Lys. u. sonst, wie Pol. 18, 34, 10; D. Hal. 3, 28; auch im plur., 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκαιότης: -ητος, ἡ, συγγένεια ἐξ αἵματος, Λατ. necessitudo, Πολύβ. 18. 34. 10. ΙΙ. μεταγεν., ἀνάγκη, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 205.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 necesidad S.E.P.2.206.
2 consanguinidad, parentesco Lys.32.5, Plb.4.48.9, 18.51.10, D.H.2.10.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγκαιότης: ητος ἡ
1) кровная близость, родство Lys., Polyb.;
2) необходимость Sext.