ἄδειμος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ον, (δεῖμα)
A fearless, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδειμος: -ον, (δεῖμα) = ἄφοβος, Ἡσύχ. Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ον carente de miedo Hsch., Sud., Anecd.Ludw.178.3.