ἐπικάθαρσις
From LSJ
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cleaning, τοῦ ναοῦ IG4.1484.109 (Epid.).
German (Pape)
[Seite 944] ἡ, Reinigung, Clem. Al.
Greek Monolingual
ἐπικάθαρσις, ἡ (Α) επικαθαίρω
1. συμπληρωματική, πρόσθετη κάθαρση
2. καθάρισμα, κάθαρση.