ἑτοιμοεγρήγορος
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
Full diacritics: ἑτοιμοεγρήγορος | Medium diacritics: ἑτοιμοεγρήγορος | Low diacritics: ετοιμοεγρήγορος | Capitals: ΕΤΟΙΜΟΕΓΡΗΓΟΡΟΣ |
Transliteration A: hetoimoegrḗgoros | Transliteration B: hetoimoegrēgoros | Transliteration C: etoimoegrigoros | Beta Code: e(toimoegrh/goros |
ὕπνος
A light sleep, Steph.in Hp.1.146 D.
ἑτοιμοεγρήγορος, ὁ (Μ)
(για ύπνο) ο ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + εγρήγορος].