ἰατικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A healing, Ἀπόλλων Str.14.1.6; ἰκτέρου Dsc.3.75, cf. 5.123, Gal.18(2).394, Max.Tyr. 28.7.
German (Pape)
[Seite 1234] heilsam, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτικός: -ή, -όν, ἰαματικός, Διοσκ. 5. 141, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 700.
Greek Monolingual
ἰατικός, -ή, -όν (Α) ιατός
ιαματικός, θεραπευτικός.