κέντρωσις
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A goading, piercing, Sch.Pi.P.1.54. II Astron., situation at cardinal point, Ptol.Tetr.79, 99.
German (Pape)
[Seite 1419] ἡ, das Stacheln, Anspornen; Schol. Pind. P. 1, 28 u. a. Sp.; das im Centrum Stehen, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
κέντρωσις: -εως, ἡ, τὸ κεντροῦν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 1. 54. ΙΙ. κεντρικὴ θέσις, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 143.