κραυγαστής
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A crier, bawler, gloss on βαβάκτης, AB223:—fem. κραυγ-άστρια, Hsch.s.v. μηκάδες.
Greek (Liddell-Scott)
κραυγαστής: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ ἀνωτ., ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Α. Β. 223, 31, ἐν λέξ. βαβάκτης· θηλ. -άστρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μηκάδες.
Greek Monolingual
κραυγαστής, ὁ, θηλ. κραυγάστρια (Α) κραυγάζω
κραύγασος, φωνακλάς.