μαρμαρύσσω

Revision as of 19:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A flash, sparkle, Them.Or.20.235b; of the eyes, Adam.1.16, al.; of stars, twinkle, Jul.Gal.356e.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμαρύσσω: μαρμαίρω, Τατιαν. 856Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 257C.

Greek Monolingual

μαρμαρύσσω και μαρμαρύζω (Α) μαρμαρυγή
1. (για τα μάτια) ακτινοβολώ, λάμπω
2. (για τα άστρα) μαρμαίρω, σπινθηροβολώ, αστραποβολώ.