σωματοφυλάκιον

Revision as of 23:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

τό,

   A place where a body is guarded or kept, sepulchre, Luc. Cont.22.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, Ort, wo der Leib bewahrt, bewacht wird, Gruft, Luc. Cont. 22.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφῠλάκιον: τό, τόπος ἔνθα φυλάσσεται νεκρὸν σῶμα, τάφος, ἐκεῖνα πάντα νεκροδοχεῖα καὶ σωματοφυλάκιά εἰσι Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l’on garde un corps, caveau funéraire.
Étymologie: σῶμα, φυλακή.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. τάφος
2. σαρκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φυλάκιον (< φύλαξ, -ακος)].

Greek Monotonic

σωμᾰτοφυλάκιον: τό (φυλακή), τόπος όπου φυλάσσεται νεκρό σώμα ανθρώπου, τάφος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωμᾰτοφῠλάκιον -ου, τό [σωματοφύλαξ] lijkenbergplaats, graf.

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτοφῠλάκιον: τό гробница, усыпальница Luc.

Middle Liddell

σωμᾰτο-φῠλάκιον, ου, τό, φυλακή
a place where a body is kept, a sepulchre, Luc.