ἀμφικλινής

From LSJ
Revision as of 23:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικλῐνής Medium diacritics: ἀμφικλινής Low diacritics: αμφικλινής Capitals: ΑΜΦΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: amphiklinḗs Transliteration B: amphiklinēs Transliteration C: amfiklinis Beta Code: a)mfiklinh/s

English (LSJ)

ές,

   A unsteady, uncertain, χαρά Ph.2.548. Adv. -νῶς, ἔχειν to be in doubt, 2.171.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικλῑνής: -ές, (κλίνω) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, ἀσταθής, ἀβέβαιος, χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, ἀμφιβάλλω, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.

Spanish (DGE)

-ές
1 poco firme, incierto, vacilante χαρά Ph.2.548, ἐνδοιασμός ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.
2 adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν estar en duda Ph.2.171.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφικλινής) κλίνω νεοελλ. αυτός που παρουσιάζει κλίση και στις δύο πλευρές του
αρχ.
αυτός που αμφιρρέπει, ασταθής, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κλινής < κλίνω.