ἐκκλητικός
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
ή, όν,
A provocative, stimulative, ὀρέξεως Dsc.2.151. Adv. -κῶς Suid.
German (Pape)
[Seite 763] ή, όν, herausrufend, reizend, erregend, τινός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλητικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, προκλητικός, τινος Κλήμ. Ἀλ. 173. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de concr. estimulante c. gen. obj. ὀρέξεως dicho de la cebolla, Dsc.2.151
•de abstr. que incita a, que favorece, que estimula ἡ παννυχὶς ... μέθης ἐκκλητική Clem.Al.Paed.2.4.40, τὸν ἐπιγάστριον βίον, οὗ πλοῦτός ἐστιν ἐ. Clem.Al.Paed.2.1.14.
2 adv. -ῶς mediante recurso o apelación Sud.
Greek Monolingual
ἐκκλητικός, -ή, -όν (Α)
προκλητικός, ερεθιστικός.