Διογενής

From LSJ
Revision as of 11:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Διογενής Medium diacritics: Διογενής Low diacritics: Διογενής Capitals: ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Diogenḗs Transliteration B: Diogenēs Transliteration C: Diogenis Beta Code: *diogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A sprung from Zeus, in Hom. epith. of kings, ordained and upheld by Zeus, Il.1.337, al.; δ. Ὀδυσεύς Od.2.352; later, Δ. θεοί A.Th.301 (lyr.), Supp.631 (lyr.), Ar.Av.1263; Διογενὲς κράτος, of Pallas, A.Th.127 (lyr.); δ. τέκνον S.Aj.91; Ἀμφίων A.Th.528; αἷμα τὸ δ., of Achilles, E.Andr. 1195 (lyr.): generally, divine, φάος Id.Med.1258 (lyr.).    II parox., Διογένης, ους, ὁ, pr. n. [Δῑ- in Ep., ῑ in Trag.]

Greek (Liddell-Scott)

Διογενής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ Διός γεννηθείς, ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τῶν βασιλέων καὶ ἡγεμόνων ὡς ὁρισθέντων καὶ ὑποστηριζομένων ὑπὸ τοῦ Διὸς (ἐκ δέ Διὸς βασιλῆες Ἡσ. Θ. 96), οὐχὶ ὡς εἰ ὄντως ἐξ αὐτοῦ ἐγεννήθησαν· ὁ Αἰσχύλ. καλεῖ τοὺς θεοὺς αὐτούς : θεοὶ Διογενεῖς Θήβ. 301, Ἱκέτ. 631· ἡ Παλλὰς εἶνε Διογενὲς κράτος, Θήβ. 129, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 91· ὁ Ἀμφίων εἶνε Διογενὴς Θήβ. 528· αἷμα τὸ δ., ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Εὐρ. Ἀνδρ. 1194· καθόλου, θεῖος, φάος ὁ αὐτ. Μηδ. 1258. ΙΙ. παροξ., Διογένης, ους, ὁ, κύρ. ὄνομα. [Δῑ- ἐν Ἐπ.].

Greek Monotonic

Διογενής: [ῑ] [στον Όμηρ.], -ές (γί-γνομαι), γεννημένος, προερχόμενος, σταλμένος από τον Δία· λέγεται για τους βασιλείς και ηγεμόνες, που ορίζονται και υποστηρίζονται από τον Δία, σε Όμηρ.· λέγεται για τους θεούς, σε Τραγ.