ὄλολυς
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ὁ,
A effeminate, dissolute person (ὁ γυναικώδης καὶ κατάθεος καὶ βάκηλος Phot.), Anaxandr.34.4, Men.34. (On the accent, v. Hdn. Gr.2.938.)
German (Pape)
[Seite 326] ὁ, bezeichnet nach Phot. bei Menand. und Theopomp. τὸν γυναικώδη καὶ βάκηλον; vgl. Anaxandr. bei Ath. IV, 182 d u. VI, 242 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλολυς: ὁ, ἄνθρωπος ἐκτεθηλυμμένος καὶ διεφθαρμένος («ὁ γυναικώδης καὶ κατάθεος καὶ βάκηλος» Φώτ.), Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 373. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 32. 35.
Russian (Dvoretsky)
ὄλολυς: adj. m испускающий жалобные крики, плаксивый Men.