αὐλακίζω

From LSJ
Revision as of 14:42, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλᾰκίζω Medium diacritics: αὐλακίζω Low diacritics: αυλακίζω Capitals: ΑΥΛΑΚΙΖΩ
Transliteration A: aulakízō Transliteration B: aulakizō Transliteration C: avlakizo Beta Code: au)laki/zw

English (LSJ)

—Med., fut.

   A -ίσομαι PFlor.326.10 (ii A. D.):—trace furrows on, plough, ἐδάφη PFlor. l.c.:—Pass., ib.331.7 (ii A. D.); αὐλακισμέναν ἀροῦν, prov. of doing work over again, Pratin.Lyr.3: metaph. of a shooting star leaving a trail, Cat.Cod.Astr.8(3).182.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, (αὖλαξ) ἀνοίγω αὔλακας, ἀροτριῶ, οὐ γᾶν αὐλακισμέναν ἀρῶν, παροιμ. ἐπὶ τῶν μὴ ἐπαναλαμβανόντων τὰ αὐτά, τὰ συνήθη δηλ. καὶ πεπατημένα, Πρατίν. 3: μεταφ., «βωμὸν ἐπλήρου θρήνων καὶ κωκυτῶν, τὴν παρειὰν αὐλακίζουσα» Εὐμάθ. 213.

Spanish (DGE)

(αὐλᾰκίζω)
• Morfología: [fut. med. -ίσομαι PFlor.326.10 (II d.C.)]
1 trazar surcos, arar ἐδάφη PFlor.l.c., ἀρότρῳ ... γῆν Nil.M.79.989A, cf. PFlor.331.7 (II d.C.), PMil.Vogl.305.95 (II d.C.), Mac.Magn.Apocr.4.11, Eust.Op.139.56
en v. pas. prov. γᾶν αὐλακισμέναν ἀροῦν arar la tierra arada Pratin.5.
2 fig. de una estrella fugaz surcar, dejar un rastro εἰ ἀστὴρ εἰς τὸν οὐρανὸν διατρέχων αὐλακίζει ... κίνδυνον σημαίνει Cat.Cod.Astr.8(3).182.4.

Greek Monolingual

(AM αὐλακίζω)
1. κάνω αυλάκι σε αγρό ή κήπο
2. (για θρήνο) κάνω αυλάκια, γρατσουνιές με τα νύχια στο πρόσωπο.