βηχικός

From LSJ
Revision as of 14:53, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βηχικός Medium diacritics: βηχικός Low diacritics: βηχικός Capitals: ΒΗΧΙΚΟΣ
Transliteration A: bēchikós Transliteration B: bēchikos Transliteration C: vichikos Beta Code: bhxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from cough, γραίη f.l. in Hp.Epid.7.105.    2 good for a cough, φάρμακα Gal.11.769, al., cf. Alex.Trall.5.

German (Pape)

[Seite 443] mit Husten behaftet, Hippocr.; gegen den Husten, φάρμακα Medic.

Greek (Liddell-Scott)

βηχικός: -ή, -όν, ὑπὸ βηχὸς πάσχων, Ἱππ. 1236. 4· β. φάρμακα, φάρμακα κατὰ τοῦ βηχός, Ἰατρ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): βηκικός Diog.Oen.145.2
1 lenitivo para la tos φάρμακα Gal.11.769, Alex.Trall.2.155.23, βοηθήματα Archig.p.70L.
2 relativo a la tos dud. τὰ δὲ βηκικὰ πάθη μο Diog.Oen.l.c.
acompañado de tos φθίσεις Ptol.Tetr.2.9.16
subst. ὁ β. el que sufre de tos ἄλλη ἀνώδυνος ... πρὸς ... βηχικούς Gal.13.96, ἡ δὲ γλῶσσα αὐτοῦ (sc. τοῦ ἀετοῦ) ... ἀρτηρικοὺς καὶ βηχικοὺς ... μεγάλως ἰᾶται Cyran.3.1.52.

Greek Monolingual

βηχικός, -ή, -όν (Α)
1. όποιος υποφέρει από βήχα
2. κατάλληλος για ανακούφιση από τον βήχα.